υποπλεύριος

υποπλεύριος
-α, -ο, Ν
ανατ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις πλευρές τού θώρακα
2. φρ. «υποπλεύριος μυς»
ανατ. ονομασία δεσμών τού έσω μεσοπλεύριου μυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + πλευρό + κατάλ. -ιος. Το επίθ., στον πληθ. τού ουδ. ὑποπλεύρια, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”